- κηριώδης
- -ες (Α κηριώδης, -ῶδες) [κηρίον]νεοελλ.φρ. «κηριώδης στοματίτιδα»ιατρ. χρόνια φλεγμονή τού στόματος, ιδίως σε παιδιά που πάσχουν από χοιράδωση, δηλ. από εξόγκωση τών λεμφαδένων τού λαιμούαρχ.1. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, τής κηρήθρας2. αυτός που έχει μορφή και διάταξη όμοια με τής κηρήθρας.
Dictionary of Greek. 2013.